- συγκροτητικός
- -ή, -όν, Α [συγκροτῶ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκρότηση2. κατάλληλος για συνένωση, για σύνδεση, συνθετικός («ὥσπερ ἡ ἔρις διαλυτικόν, οὕτως ἡ συμφωνία συγκροτητικόν», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκροτικός — ή, όν, Μ [συγκροτῶ] συγκροτητικός* … Dictionary of Greek
ՇԱՂԿԱՊԱԿԱՆ — (ի աց.) NBH 2 0462 Chronological Sequence: 8c, 11c ա. συγκροτητικός copulans συνδετικός connectens, conjunctivus, colligatus, collectus. Ու նող զզօրութիւն շաղկապելոյ. զօդիչ, եւ զօդեալ. *Որպէս հերձուածն քակողական է, նոյնպէս համաձայնութիւնն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)